- ορφανοτροφείο
- Ίδρυμα που φροντίζει για την περίθαλψη και τη μόρφωση παιδιών που έχουν στερηθεί τη φροντίδα του ενός ή και των δύο γονέων τους, γιατί πέθαναν, και σε μερικές χώρες γιατί δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τη συντήρηση και τη μόρφωσή τους. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η διαμονή σε ένα ο. περιορίζεται σε ορισμένο αριθμό ετών, όσο δηλαδή χρειάζεται ο ανήλικος για vα αποκτήσει την ικανότητα να ζήσει ανεξάρτητος.
Οι νομοθέτες ασχολήθηκαν από την αρχαιότητα με το πρόβλημα των ορφανών και ίχνη της σχετικής νομοθεσίας υπάρχουν στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Το πρώτο ο. ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη (335), ενώ κατά τον Μεσαίωνα λειτούργησαν στην Ευρώπη τα πρώτα άσυλα για τα ορφανά. Ο θεσμός του ο. γνώρισε πολλές αναδιαρθρώσεις. Στη Μεγάλη Βρετανία, εντελώς απρόοπτα, από το 1894 οργανώθηκε συστηματικά η μέριμνα για την προστασία των παιδιών από την επαιτεία, καθώς και για την εξασφάλιση της μόρφωσής τους σε σχολεία που έμειναν γνωστά ως σχολεία-στρατώνες. Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε ένα νέο σύστημα ανατροφής, που αντί να συγκεντρώνει τα παιδιά σε ένα μόνο ίδρυμα, τους παρείχε στέγη σε σπίτια και ανέθετε τη φροντίδα τους σε μια αντιμητέρα. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά φοιτούσαν στο πλησιέστερο σχολείο και ζούσαν ανάλογα με τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους. Το σύστημα αυτό, αποδείχτηκε έως τώρα το καλύτερο και επεκτάθηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Ορφανοτροφείο στο Αφγανιστάν (φωτ. ΑΠΕ).
Ορφανοτροφείο στην Κορέα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το (ΑΜ ὀρφανοτροφεῑον) [ορφανοτρόφος]ίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται ορφανά παιδιά.
Dictionary of Greek. 2013.